- τέθμιος
- τέθμιος, -ον1 established by law
πενταετηρίδ' ἑορτὰν Ἡρακλέος τέθμιον κωμάσαις N. 11.27
n. s. pro subs., ὔμμε τ, ὦ χρυσάρματοι Αἰακίδαι, τέθμιόν μοι φαμὶ σαφέστατον ἔμμεν ῥαινέμεν εὐλογίαις law I. 6.20
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πενταετηρίδ' ἑορτὰν Ἡρακλέος τέθμιον κωμάσαις N. 11.27
n. s. pro subs., ὔμμε τ, ὦ χρυσάρματοι Αἰακίδαι, τέθμιόν μοι φαμὶ σαφέστατον ἔμμεν ῥαινέμεν εὐλογίαις law I. 6.20Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
τέθμιος — θέσμιος fixed masc/fem nom sg (doric) τέθμιος fixed masc nom sg (doric) τέθμιος fixed masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέθμιος — ον, Α (δωρ. τ.) βλ. θέσμιος … Dictionary of Greek
τέθμιαι — τέθμιος fixed fem nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέθμι' — τέθμια , θέσμιος fixed neut nom/voc/acc pl (doric) τέθμιε , θέσμιος fixed masc/fem voc sg (doric) τέθμια , τέθμιος fixed neut nom/voc/acc pl (doric) τέθμια , τέθμιος fixed neut nom/voc/acc pl (doric) τέθμιε , τέθμιος fixed masc voc sg (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέθμιον — θέσμιος fixed masc/fem acc sg (doric) θέσμιος fixed neut nom/voc/acc sg (doric) τέθμιος fixed masc acc sg (doric) τέθμιος fixed neut nom/voc/acc sg (doric) τέθμιος fixed masc/fem acc sg (doric) τέθμιος fixed neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέθμια — θέσμιος fixed neut nom/voc/acc pl (doric) τέθμιος fixed neut nom/voc/acc pl (doric) τέθμιος fixed neut nom/voc/acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέσμιος — α, ο (ΑΜ θέσμιος, ον και ία, ον Α και δωρ. τέθμιος) [θεσμός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους θεσμούς, που είναι σύμφωνος προς τους θεσμούς 2. (το ουδ. ως ουσ. στον εν. και στον πληθ.) το θέσμιο(ον) και τα θέσμια θεσμός, καθιερωμένη… … Dictionary of Greek